λογοσυλλεκτάδης

λογοσυλλεκτάδης
λογο-συλλεκτάδης [ᾰ], ου, ,
A phrase-collector, plagiarist, Eust. 1309.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογοσυλλεκτάδης — λογοσυλλεκτάδης, ὁ (Μ) αυτός που συλλέγει λόγους και φράσεις από παντού, λογοκλόπος («οἱ μὴ γεννῶντες ῥητορείας οἰκείας, ἀλλ , ὡς εἰπεῑν, λογοσυλλεκτάδαι ὄντες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + συλλεκτάδης (< συλλεκτός + κατάλ. άδ ης) …   Dictionary of Greek

  • λογοσυλλεκτάδαι — λογοσυλλεκτάδης phrase collector masc nom/voc pl λογοσυλλεκτάδᾱͅ , λογοσυλλεκτάδης phrase collector masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”